- θύλακος
- Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς.
(Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει ποικίλες λειτουργίες. Συνήθως η δομή αυτή περιέχει μια κοιλότητα με υγρό και επιτελεί προστατευτική λειτουργία, όπως για παράδειγμα ο αρθρικός θ. Στον μικρό θ. (θυλάκιο) της ωοθήκης των θηλαστικών αναπτύσσονται τα ωάρια. Ο θ. αυτός αρχικά αποτελείται από ομάδα κυττάρων, ένα από τα οποία είναι το ωάριο, ενώ τα υπόλοιπα είναι τα επιθηλιακά που το περιβάλλουν. Τα τελευταία αυτά βρίσκονται σε διάταξη πολλών στρωμάτων. Στο στάδιο της ωρίμανσης του θ., στα ενδιάμεσα των κυττάρων του συγκεντρώνεται ένα διαφανές υγρό. Τα θυλάκια του θυρεοειδούς αδένα παράγουν τη θυρεοσφαιρίνη, ουσία που εμφανίζεται πριν από τον σχηματισμό των ορμονών του θυρεοειδούς. Στους θ. των τριχών που περιβάλλουν τη ρίζα και τον βολβό της τρίχας εκκρίνονται οι σμηγματογόνοι αδένες. Σημαντικό μέρος των λεμφικών θυλακίων βρίσκεται στον βλεννογόνο χιτώνα του πεπτικού συστήματος και των αναπνευστικών και ουροφόρων oδών. Ο θ. με τη μορφή των παϊερίων πλακών (πλάκες του Πάιερς), βρίσκεται στον βλεννογόνο του εντέρου.
(Βοτ.) Ξερός, μονόχωρος καρπός με πολλά σπέρματα, που σχηματίζεται από ένα καρπόφυλλο και κλείνει με την κοιλιακή ραφή. Τα σπέρματα είναι τοποθετημένα στα άκρα του καρπόφυλλου. Ο θ. χαρακτηρίζει διάφορα φυτά των οικογενειών των μαγνολιιδών, των ρανουνγκουλιδών και των ροδιδών. Ο πιο απλός θ. μοιάζει με φύλλο, που έχει διπλωθεί στα δύο. Το ανώτερο μέρος του αντιστοιχεί στον ύπερο και το κατώτερο στον μίσχο. Από τον θ. σχηματίστηκαν οι άλλοι τύποι καρπών, όπως το κάρυο και ο χέδροπας.
* * *ὁ (ΑΜ θύλακος)μικρός σάκος, σακίδιο, μάρσιπος, ταγάρινεοελλ.1. βοτ. καρπός με ξηρό διαρρηκτό περικάρπιο που περιέχει συνήθως πολλά σπέρματα2. ανατ. θήκη, περίβλημα ή κοιλότητα σε σχήμα σάκου («θύλακος τριχών» — ο θύλακος που περιβάλλει τη ρίζα τών τριχών)3. βιολ. φρ. «θύλακος τού Φαμπριτσιόνε» — θυλακοειδής σάκος τού τοιχώματος τού τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνάμσν.-αρχ.το κοίλο τής σφαίραςαρχ.1. ο σάκος όπου είναι κλεισμένα τα αβγά τού τόνου2. στον πληθ. οἱ θύλακοιοι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, είδος βράκας3. μτφ. για πρόσ. «θύλακος τις λόγων» — ένα σακούλι με λόγια, Πλάτ.4. φρ. «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το τομάρι, θα κάνω σακί από το δέρμα σου, Αριστοφ.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το θύω (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -ακος που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.ΠΑΡ. θυλάκιοαρχ.θυλακίζω, θυλακίς, θυλακίσκιον, θυλακίσκος, θυλακίτης, θυλακόεις, θυλακούμαι, θυλακώδης, θυλλίςμσν.θυλάκηνεοελλ.θύλακος, θυλακίτιδα, θυλακώνω.ΣΥΝΘ. θυλακοειδήςαρχ.θυλακοτρώξ, θυλακοφόροςνεοελλ.θυλακολεονίδες, θυλακολέων, θυλακόσμιλος].
Dictionary of Greek. 2013.